Συνδικαλιστικά δικαιώματα εργαζομένων και όρια άσκησής τους

0
Α. Τα κυριότερα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων που ρυθμίζονται νομοθετικά.

Τα κυριότερα συνδικαλιστικά δικαιώματα (και οι αντίστοιχες εργοδοτικές υποχρεώσεις) περιγράφονται στα άρθρα 14-16 του Ν. 1264/1982 και αφορούν την άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος εντός του εργασιακού χώρου.
Αν και στο άρθρο 16 παρ. 1 εδαφ. β’ ρητώς ορίζεται ότι «οι εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις προστατεύονται κατά την άσκηση κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος και στον τόπο εργασίας», το ίδιο το νομοθέτημα σε άλλα άρθρα του προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα και ως εκ τούτου η συνδικαλιστική δράση εντός του εργασιακού χώρου δεν είναι παντελώς ελεύθερη και δίχως όρια.

Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στο χώρο της εργασίας θα πρέπει να γίνεται χωρίς να προσβάλλονται τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη και κατά τρόπο που να μην συνεπάγεται καταχρηστική άσκηση. Τέτοια καταχρηστική άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος θα συντρέχει όταν βλάπτονται τα συμφέροντα της επιχείρησης ουσιωδώς, αδικαιολόγητα και δυσανάλογα.

Στο άρθρο 14 προβλέπεται ρητώς ότι απαγορεύεται στους εργοδότες, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιοδήποτε τρίτο να προβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που κατατείνει στην παρακώλυση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα:

α) να ασκούν επιρροή στους εργαζομένους, για την ίδρυση ή μη ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης,

β) να επιβάλλουν ή να παρεμποδίζουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο την προσχώρηση εργαζομένων σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση,

γ) να απαιτούν από τους εργαζομένους δήλωση συμμετοχής, μη συμμετοχής ή αποχώρησης από συνδικαλιστική οργάνωση,

δ) να υποστηρίζουν ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση ή με οικονομικά ή με άλλα μέσα,

ε) να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στη διοίκηση, στη λειτουργία και στη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και

στ) να μεταχειρίζονται με ευμένεια ή δυσμένεια τους εργαζομένους, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση. Επίσης, δεν επιτρέπεται στους εργοδότες να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων.

Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων εντός του εργασιακού χώρου, όπως περιγράφονται στο νόμο 1264/1982 είναι τα κάτωθι:

1ον ) Το δικαίωμα ανάρτησης πινάκων ανακοινώσεων (άρθρο 16 παρ. 2).
Τα συνδικαλιστικά σωματεία έχουν το δικαίωμα να διατηρούν στους τόπους εργασίας πίνακες ανακοινώσεων για την υποστήριξη των σκοπών τους. Και το δικαίωμα αυτό βεβαίως δεν είναι απεριόριστο: για να διαθέτει μια συνδικαλιστική οργάνωση πίνακα ανακοινώσεων σε μια επιχείρηση θα πρέπει να έχει εργαζόμενους μέλη που να απασχολούνται στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Από τη θεωρία γίνεται δεκτό ότι τέτοιο δικαίωμα έχουν οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις και όχι και οι δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες (κατ’ αντιδιαστολή επιχείρημα και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης για τις οργανώσεις αυτές προέβλεψε ρητώς το δικαίωμα διανομής ανακοινώσεων εντός του εργασιακού χώρου, κατ’ άρθρο 16 παρ. 6). Ανακοινώσεις των τελευταίων μπορούν αναρτώνται στους πίνακες μόνο με πρωτοβουλία των πρωτοβάθμιων οργανώσεων που είναι μέλη τους και με τη σύμφωνη γνώμη αυτών.
Οι δικαιούχες οργανώσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους πίνακες που τους διατίθενται αυστηρά για την επιτέλεση των δικών τους καταστατικών σκοπών και όχι για προώθηση δραστηριοτήτων άλλων φορέων.
Η επιλογή του χώρου στον οποίο θα γίνεται η ανάρτηση του πίνακα ανακοίνωσης είναι προϊόν συμφωνίας του εργοδότη και της οργάνωσης, σε περίπτωση δε διαφωνίας τους αυτή επιλύεται από τον αρμόδιο επιθεωρητή εργασίας.
Σημειώνεται ότι το σχετικό συνδικαλιστικό δικαίωμα δεν καλύπτει άλλες μορφές έκφρασης εντός του εργασιακού χώρου, όπως π.χ. την ανάρτηση πανό ή ανακοινώσεις μέσω μεγαφώνων κλπ.

2ον ) Το δικαίωμα για χώρο γενικών συνελεύσεων (άρθρο 16 παρ. 3).
Ο νόμος αναγνωρίζει στην πιο αντιπροσωπευτική επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση το δικαίωμα να της παραχωρείται από τον εργοδότη «κατάλληλος χώρος στον τόπο εργασίας αλλά εκτός των χώρων παραγωγής» για την πραγματοποίηση τακτικών ή έκτακτων γενικών συνελεύσεων των μελών που διαθέτει στο επίπεδο κάθε εκμετάλλευσης. Αυτό ισχύει για επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 80 εργαζομένους. Εναλλακτικά, μπορεί να παραχωρηθεί ή να γίνει μίσθωση κατάλληλου χώρου σε ακτίνα μέχρι 1.000 μέτρα από τον τόπο εργασίας.
Καθώς η διάταξη δεν δίνει ορισμό της «αντιπροσωπευτικότητας», λαμβάνεται υπόψη το ασφαλές κριτήριο του αριθμού των εργαζομένων μελών που ψήφισαν κατά τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη της διοίκησης.

3ον ) Το δικαίωμα τακτικής διαβούλευσης με τον εργοδότη (άρθρο 16 παρ. 4).
Οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν το δικαίωμα να ζητούν συνάντηση με τον εργοδότη η με ειδικώς εξουσιοδοτημένο προς τούτο εκπρόσωπό του τουλάχιστον μια φορά το μήνα και να διαβουλεύονται στα πλαίσια της γενικότερης εργοδοτικής υποχρέωσης για την επίλυση των διαφόρων ζητημάτων που μπορεί να απασχολούν τους εργαζομένους της επιχείρησης ή και τη συνδικαλιστική οργάνωση. Το δικαίωμα αυτό αφορά τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις οι οποίες, ακόμη και αν δεν είναι επιχειρησιακές, διαθέτουν έναν επαρκή αριθμό μελών στο προσωπικό της επιχείρησης.

4ον ) Το δικαίωμα κατοχής γραφείων εντός του εργασιακού χώρου (άρθρο 16 παρ.5).
Ένα ακόμη συνδικαλιστικό δικαίωμα που προβλέπει ο νόμος αφορά τη διάθεση κατάλληλου χώρου για γραφείο στον τόπο εργασίας και αποδίδεται στην επιχειρησιακή οργάνωση που έχει τα περισσότερα μέλη στη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, εφόσον σε αυτή απασχολούνται περισσότεροι από 100 εργαζόμενοι. Ο χώρος διατίθεται από τον εργοδότη κατόπιν σχετικού αιτήματος της οργάνωσης και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των καταστατικών σκοπών της οργάνωσης.

5ον ) Το δικαίωμα εισόδου και διανομής ανακοινώσεων στον εργασιακό χώρο (άρθρο 16 παρ. 6).
Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις κάθε βαθμού αναγνωρίζεται το δικαίωμα να εισέρχονται και να διανέμουν τις ανακοινώσεις τους εντός του εργασιακού χώρου αλλά εκτός του χρόνου απασχόλησης. Δικαιούχες στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι οργανώσεις εκείνες που διαθέτουν άμεσα ή έμμεσα (αναλόγως αν είναι πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες) έναν επαρκή αριθμό μελών εργαζομένων στη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Η επιλογή των σημείων που θα γίνεται η διανομή των εντύπων εντός του εργασιακού χώρου θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να μην παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και γενικότερα να μην τίθενται σε κίνδυνο τα εύλογα συμφέροντα του εργοδότη (π.χ. θέματα διακινδύνευσης διαρροής επιχειρησιακών απορρήτων).
Χρόνος εκτός απασχόλησης θεωρείται ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν να προσφέρουν την εργασία τους στον εργοδότη, όπως π.χ. στην περίπτωση γενικού διαλλείματος που μπορεί να υφίσταται στην επιχείρηση.
Το περιεχόμενο των ανακοινώσεων πρέπει να είναι απολύτως συναφές με τα εργασιακά ζητήματα, ενώ πρέπει να είναι ευπρεπές και να μην περιέχει υβριστικές ή συκοφαντικές αναφορές για τον εργοδότη ή τρίτους.

6ον) Το δικαίωμα παρουσίας στους ελέγχους της Επιθεώρησης Εργασίας (άρθρο 16 παρ. 7).
Οι εκπρόσωποι του διοικητικού συμβουλίου της επιχειρησιακής συνδικαλιστικής οργάνωσης και εάν δεν υπάρχει τέτοια, οι εκπρόσωποι του εργατικού κέντρου της περιοχής, δικαιούνται να παρευρίσκονται κατά την επιθεώρηση που διενεργούν τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Εργασίας και να υποβάλλουν τυχόν παρατηρήσεις τους.

7ον) Η λήψη συνδικαλιστικών αδειών (άρθρο 17 και άρθρο 6 Ν.2224/1994, όπως έχει συμπληρωθεί και ισχύει).
Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διευκολύνει τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, των ελεγκτικών επιτροπών και τους αντιπροσώπους των πρωτοβαθμίων στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και των δευτεροβάθμιων στις τριτοβάθμιες οργανώσεις να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Η διευκόλυνση των συνδικαλιστικών στελεχών υλοποιείται με τη χορήγηση άδειας απουσίας, ως εξής:

-για τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής (διοίκησης) της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης προβλέπεται άδεια απουσίας με αποδοχές για όλο το χρονικό διάστημα της θητείας τους (τέτοια οργάνωση θεωρείται η ΓΣΕΕ).

-για τα μέλη της διοίκησης των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες) διακρίνουμε: α) ο πρόεδρος των οργανώσεων αυτών, εφόσον οι υπαγόμενες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν άνω των 1.501 ψηφισάντων μελών, δικαιούται άδεια απουσίας με αποδοχές για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θητεία του, β) ο πρόεδρος των οργανώσεων αυτών, εφόσον οι υπαγόμενες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μέχρι τα 1.500 ψηφίσαντα μέλη, δικαιούται άδεια απουσίας με αποδοχές 15 ημέρες το μήνα, γ) ο γενικός γραμματέας των οργανώσεων αυτών, εφόσον οι υπαγόμενες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν άνω των 10.000 ψηφισάντων μελών, δικαιούται άδεια απουσίας με αποδοχές για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θητεία του, δ) ο αντιπρόεδρος, ο γενικός γραμματέας (πλην της ως άνω περίπτωσης) και ο ταμίας των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων, δικαιούνται άδεια απουσίας χωρίς αποδοχές έως 15 ημέρες το μήνα, ενώ τα μέλη της υπάρχουσας πρώτης λιγότερο αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δικαιούνται ημέρες άδειας απουσίας μειωμένες στο 1/3 του ως άνω χρόνου και ε) τα λοιπά μη συμπεριλαμβανόμενα στις προηγούμενες περιπτώσεις μέλη διοικητικών συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων, δικαιούνται άδεια απουσίας χωρίς αποδοχές έως 9 ημέρες το μήνα, ενώ τα μέλη της υπάρχουσας πρώτης λιγότερο αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δικαιούνται ημέρες άδειας απουσίας μειωμένες στο 1/3 του ως άνω χρόνου.

-ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο γενικός γραμματέας των πλέον αντιπροσωπευτικών πρωτοβάθμιων οργανώσεων, δικαιούνται άδεια απουσίας χωρίς αποδοχές έως 5 ημέρες το μήνα αν τα μέλη τους είναι 500 άτομα και πλέον και έως 3 ημέρες το μήνα, αν τα μέλη τους είναι λιγότερα, ενώ τα αντίστοιχα στελέχη της δεύτερης λιγότερο αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δικαιούνται τις παραπάνω άδειες απουσίας μειωμένες κατά το 1/3.

-στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις πρέπει να χορηγείται άδεια απουσίας μη αμειβόμενη για όλη τη διάρκεια συνεδρίων που συμμετέχουν.

-στα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής και της γραμματείας της συνομοσπονδίας ευρωπαϊκών συνδικάτων, χορηγείται άδεια απουσίας για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους.Δεδομένου ότι πρόκειται περί δικαιώματος, ο εργοδότης οφείλει να χορηγεί την προβλεπόμενη άδεια μόνο εφόσον ο δικαιούχος συνδικαλιστής τον προειδοποιεί. Ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος αυτού υπόκειται στον έλεγχο της ρήτρας περί κατάχρησης δικαιώματος (ΑΚ 281).

Β. Η διαδικασία του ελέγχου τήρησης των εργοδοτικών υποχρεώσεων και η επίλυση των σχετικών διαφορών που ανακύπτουν.
Εάν προκύψει διαφωνία μεταξύ εργοδότη και επιχειρησιακής οργάνωσης ως προς τα ζητήματα που αφορούν μια εκ των ως άνω υποχρεώσεων του εργοδότη για διάθεση χώρου για πίνακα ανακοινώσεων, χώρου για την πραγματοποίηση συνελεύσεων, χώρου για γραφείο και συμμετοχής των εκπροσώπων της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατά την επιθεώρηση από τα όργανα του Υπουργείου Εργασίας, αυτή επιλύεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας, που επιλαμβάνεται μετά από σχετική προσφυγή ενός εκ των μερών. Η απόφαση εκδίδεται εντός 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, ενώ αν δεν υπάρξει συμμόρφωση του εργοδότη σε αυτή μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του για κάθε άρνηση παράβασης πρόστιμο. Κατά της επιβολής προστίμου ο εργοδότης δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου του τόπου εργασίας, η οποία και συζητείται σύμφωνα με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ.).

Αντιθέτως, για ανακύπτουσες διαφορές σχετικές με την εργοδοτική υποχρέωση παροχής χρόνου απουσίας στα στελέχη που το δικαιούνται, αρμόδια είναι η ειδική Επιτροπή του άρθρου 15 Ν.1264/1982 (επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών), που επιλαμβάνεται κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης ενός εκ των μερών.

Γ. Η ιδιαιτερότητα της απόλυσης των συνδικαλιστικών στελεχών.

Στα συνδικαλιστικά στελέχη αναγνωρίζεται ειδική προστασία από το Ν.1264/1982, ως προς τη δυνατότητα και τους λόγους απόλυσής τους. Ειδικότερα διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:

1) Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας οποιουδήποτε εργαζόμενου για τη νόμιμη συνδικαλιστική δράση του (άρθρο 14 παρ. 4), ήτοι για τη δράση εκείνη που ασκείται εντός των πλαισίων του νόμου, π.χ. οι δραστηριότητες που αποβλέπουν στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων, όπως και η δράση που συνιστά εκδήλωση αλληλεγγύης για τους ίδιους σκοπούς.

Βέβαια, η συνδικαλιστική δράση δεν θα πρέπει να αναπτύσσεται στο χώρο και κατά τις ώρες εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της παραγωγικής απόδοσης και τη ζημία του εργοδότη, αφού σε αυτή την περίπτωση θα συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζόμενου, που αιτιολογεί την καταγγελία της σύμβασής του (έτσι ΑΠ 713/2010 και ΑΠ 1684/2010).

Ζήτημα επίσης ανακύπτει στις περιπτώσεις εκείνες που η συμπεριφορά του εργαζόμενου εξέρχεται των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, εκείνης δηλαδή που συνέχεται με την προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Τότε ο εξαναγκασμός του εργοδότη να ανέχεται την παροχή εργασίας από εργαζόμενο που εκδηλώνει αντίστοιχη συμπεριφορά, φαίνεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορεί να γίνει επίκληση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, όταν δηλαδή π.χ εκδηλώνεται κακόβουλη συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους, εξαιτίας της οποίας κλονίζεται, κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσης εργασίας στο μέλλον. Τέτοια περίπτωση μπορεί να συνιστά η συμπεριφορά του συνδικαλιστή που φτάνει μέχρι του σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων της σύμβασης εργασίας του, ή όταν με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται.

Η διαπίστωση ότι συντρέχει τέτοια αθέμιτη συμπεριφορά, ώστε να καθίσταται καταχρηστική η επίκληση της ειδικής προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών, δεν ανήκει στην Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών του άρθρου 15, αλλά στα πολιτικά Δικαστήρια. Η Επιτροπή αποφαίνεται μόνο για το ζήτημα, αν συντρέχει κάποιος από τους σπουδαίους λόγους καταγγελίας που απαριθμεί το αρ. 14 παρ. 10 Ν. 1264/1982.

2) Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας (άρθρο 14 παρ.5): i) των μελών της Διοίκησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης, κατ΄ άρθρο 92 Α.Κ.., ii)των μελών της προσωρινής Διοίκησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης που διορίζονται από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρα 69 και 70 ΑΚ και iii) των μελών της διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Οι ως άνω απαγορεύσεις ισχύουν κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους σπουδαίους λόγους που αναφέρονται στο νόμο και διαπιστωθεί αρμοδίως. Εάν απολυθεί συνδικαλιστικό στέλεχος χωρίς να διαπιστωθεί προηγουμένως η ύπαρξη σπουδαίου λόγου από την ειδική επιτροπή του άρθρου 15, η απόλυση είναι άκυρη. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως η ακυρότητα είναι σχετική, καθώς έχει ταχθεί προς το συμφέρον του μισθωτού, ο οποίος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προσβάλει την απόλυση ως άκυρη, να την αποδεχθεί ως έγκυρη και να αρκεσθεί στην καταβολή της σχετικής προβλεπόμενης αποζημίωσης.

Η ως άνω προστασία παρέχεται στην ακόλουθη έκταση: α) εάν η οργάνωση έχει μέχρι 200 μέλη, προστατεύονται 7 μέλη της διοίκησης, β) εάν έχει μέχρι 1.000 μέλη, προστατεύονται 9 μέλη της διοίκησης και γ) εάν έχει περισσότερα από 1.000 μέλη, προστατεύονται 11 μέλη της διοίκησης. Η σειρά των μελών που χαίρουν της ως άνω προστασίας προβλέπεται από το καταστατικό της οργάνωσες και αν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, ο Αναπλ. Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος, ο Γενικός Γραμματέας, ο Αναπλ. Γενικός Γραμματέας, ο Ταμίας και οι λοιποί σύμβουλοι, κατά την τάξη εκλογής τους ο καθένας.

Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων, που προστατεύονται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνον: α) Όταν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή. β) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους. γ) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του. δ) Όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί. ε) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για περισσότερο από 7 ημέρες διάστημα.

Για την ύπαρξη της συνδρομής των πιο πάνω λόγων καταγγελίας της σχέσεως εργασίας των προστατευόμενων κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις μισθωτών, πρέπει, μετά από σχετική προσφυγή του εργοδότη που πρέπει να προηγηθεί της καταγγελίας, να αποφασίσει η ειδική επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982. Η συνδρομή κάποιου από τους παραπάνω σπουδαίους λόγους δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τις υποχρεώσεις που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την καταγγελία της σχέσεως εργασίας (καταβολή αποζημίωσης, προειδοποίηση κλπ).

Δ. Η Επιτροπή του άρθρου 15 Ν.1264/1982.

Για την ύπαρξη ενός από τους λόγους του άρθρου 14 παρ. 10 πριν από την καταγγελία της σχέσης εργασίας αποφασίζει, κατά πλειοψηφία, ειδική επιτροπή, της οποίας η απόφαση υπόκειται σε έφεση και η οποία αποτελείται: α) Από τον πρόεδρο πρωτοδικών της περιφέρειας που παρέχει την εργασία του ο εργαζόμενος, εφόσον στο Πρωτοδικείο υπηρετούν δύο τουλάχιστον πρόεδροι, ή άλλως από πρωτοδίκη που ορίζεται από τον πρόεδρο και για ένα χρόνο. β) Από έναν αντιπρόσωπο του εμποροβιομηχανικού επιμελητηρίου της περιφέρειας και αν δεν λειτουργεί επιμελητήριο του εμπορικού συλλόγου. Όταν εκδικάζεται υπόθεση που αφορά μισθωτό βιομηχανίας, ο σύνδεσμος βιομηχάνων, όπου υπάρχει, υποδείχνει έναν εκπρόσωπό του που συμμετέχει στην επιτροπή αντί του εκπροσώπου του επιμελητηρίου. γ) Από έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων που υποδεικνύει η πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια οργάνωση.

Τυχόν έφεση απευθύνεται σε δευτεροβάθμια επιτροπή που είναι και αυτή τριμελής και αποτελείται: α) Από τον αρχαιότερο πρόεδρο πρωτοδικών, αναπληρούμενο από άλλον Πρόεδρο, σε περίπτωση απουσίας, ελλείψεως ή κωλύματός του και μόνο σε περίπτωση που δεν υπηρετεί άλλος Πρόεδρος προεδρεύει ο αρχαιότερος πρωτοδίκης, που δεν συμμετέσχε στην πρωτοβάθμια επιτροπή, όταν αυτή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. β) Από έναν αντιπρόσωπο του εμποροβιομηχανικού επιμελητηρίου με τις πιο πάνω διακρίσεις. γ) Από έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων, υποδεικνυόμενο όπως ανωτέρω.

Η δευτεροβάθμια επιτροπή επιλαμβάνεται ύστερα από έφεση διαδίκου, που ασκείται μέσα σε πέντε εργάσιμες μέρες από την κοινοποίηση σ` αυτόν της πρωτοβάθμιας απόφασης.

Η απαρτία και στις δύο επιτροπές σχηματίζεται από τον πρόεδρό της και ένα τουλάχιστο μέλος της επιτροπής. Η κάθε επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, ύστερα από αίτηση του εργοδότη ή έφεση του ενδιαφερόμενου που κατατίθεται στη γραμματεία της, μέσα σε οκτώ (8) μέρες από την υποβολή της αίτησης ή της έφεσης και συζητεί την υπόθεση, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις των άρθρων 739 έως 759, του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι επιτροπές έχουν υποχρέωση να εκδώσουν την απόφασή τους μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τη μέρα της συζήτησης της υπόθεσης.

Η άκυρη απόλυση, εκτός από τις γνωστές συνέπειες (καταβολή μισθού υπερημερίας, επαναπρόσληψη), επισύρει εν προκειμένω για τον εργοδότη και αυστηρές ποινικές κυρώσεις κατ’ άρθρο 23 παρ. 2 Ν.1264/1982, σε περίπτωση που αρνηθεί την επαναπρόσληψη ή την πραγματική απασχόληση του απολυθέντος.
Ε. Νομολογία.
Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων είναι πλούσια σε σχέση με υποθέσεις που έχουν αχθεί ενώπιόν τους και που αφορούν εργαζόμενο με συνδικαλιστική δράση.
Αναφέρουμε κατά περίπτωση τις εξής κρίσεις των δικαστηρίων:

-Η συνδικαλιστική δράση δεν θα πρέπει να αναπτύσσεται στο χώρο και κατά τις ώρες εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της παραγωγικής απόδοσης και τη ζημία του εργοδότη, γιατί πρόκειται για αντισυμβατική συμπεριφορά που δικαιολογεί την απόλυση (ΑΠ 713/2010, ΑΠ 1684/2010).

-Ο μισθωτός μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προσβάλει την ακυρότητα απόλυσής του και να την αποδεχθεί ως έγκυρη (ΑΠ 1957/2007 και ΑΠ 84/2010).

-Η προστασία του εργαζόμενου συνδικαλιστή ισχύει και κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του με δοκιμή (Εφ.Αθ. 1417/1996).

-Η απόλυση που έχει ως αιτία τη μειωμένη απόδοση του εργαζομένου, την άρνησή του να ακολουθεί τις οδηγίες των προϊσταμένων του και να ενημερώνεται στο αντικείμενο της εργασίας του, καθώς και τη συμπεριφορά του γενικά εντός του εργασιακού χώρου που επιφέρει διατάραξη της εργασιακής ηρεμίας, θεωρείται ότι είναι νόμιμη (Π.Πρ.Λάρισας 648/2000).

-Για να είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας λόγω συνδικαλιστικής δράσης του εργαζόμενου, απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να είναι νόμιμη και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής και της απόλυσης (ΑΠ 1104/1999, Εφ.Θεσσαλονίκης 1774/2007).

-Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας εάν το συνδικαλιστικό στέλεχος περιέλθει σε διαρκή αδυναμία να εκτελέσει την εργασία του στον τόπο παροχής αυτής, έστω και αν αυτή η αδυναμία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Το ίδιο ισχύει και όταν ο συνδικαλιστής έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα εις βάρος του εργοδότη ή με τη συμπεριφορά του παραβαίνει θεμελιώσεις υποχρεώσεις, καθώς και όταν με πράξεις και παραλείψεις του από κακοβουλία έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέση σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχείρησης (ΑΠ 706/2006, ΑΠ 364/2007 και ΑΠ 84/2010, Εφ. Θες/νίκης 3054/2003).

-Η μείωση των εργασιών της επιχείρησης δεν θωρείται ότι αποτελεί σπουδαίο λόγο που δύναται να άρει την προστασία των συνδικαλιστών (Εφ. Ναυπλίου 510/1990 και ΜΠΑ 1071/1985).

-Για να είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας λόγω συνδικαλιστικής δράσης δεν απαιτείται η τελευταία να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απόλυσης, αλλά αρκεί ότι συντέλεσε απλώς στην απόφαση για την απόλυση, με την έννοια ότι χωρίς αυτή ο εργοδότης δεν θα προέβαινε στην καταγγελία (ΑΠ 282/2009).

-Η επίμονη και αδικαιολόγητη άρνηση εκτέλεσης της εργασίας, ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του συνδικαλιζόμενου στελέχους, δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ολική άρνηση κάθε εργασίας, αλλά αρκεί και η μερική άρνηση του συνδικαλιστή να παράσχει την εργασία του καθ’ όλο το ωράριο εργασίας του ή η ενασχόλησή του με άσχετες δραστηριότητες ή κατ’ επίφαση εργασία, προσφέροντας έργο ασήμαντο σε σχέση με τις συμβατικές του υποχρεώσεις (Επιτροπή Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών Αθηνών 7/1996).

– Η επίκληση της προστασίας του νόμου και η άσκηση αξιώσεων λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας θεωρείται καταχρηστική όταν ο συνδικαλιστής με κακόβουλη συμπεριφορά που εξέρχεται των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, έχει κλονίσει σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, ώστε κατ’ αντικειμενική κρίση να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσης εργασίας στο μέλλον (ΑΠ 84/2010, ΑΠ 364/2007 και ΑΠ 706/2006). Αυτό μπορεί να συμβεί και με τη διάπραξη εις βάρος του εργοδότη ποινικών αδικημάτων μη προβλεπόμενων από το νόμο ως λόγων καταγγελίας, μεγαλύτερης ή και ίσης ηθικής και κοινωνικής απαξίας με αυτά που προβλέπονται (ΑΠ 364/2007).

-Η άσκηση των δικαιωμάτων του Ν.1264/1982 στο χώρο της επιχείρησης από τους μισθωτούς ή τις συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να μην προσβάλλονται τα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα αντίστοιχα δικαιώματα του εργοδότη, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής ή στο άσυλο της επιχείρησης (ΑΠ 1202/1988).


Πηγή

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)

#buttons=(Accept !) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn More
Accept !